[1243] ὑστερό-πους, πουν, gen. ποδος, hinterher, spät, zu spät, langsam gehend; Νέμεσις Strat. 71 (XII, 229); ὑστερόπους βοηϑῶ Ar. Lys. 326, Schol. ὕστερος τοῠ καιροῦ ἦλϑον εἰς τὸ βοηϑῆσαι.