[1282] φιλο-νεικέω, ein φιλόνεικος sein, zanksüchtig, rechthaberisch sein, bes. wetteifern, den Vorrang streitig machen; Thuc. 3, 82. 5, 43; Amphis bei Ath. IV, 175 a; τινὶ πρὸς ἀρετήν, mit Einem in der Tugend, Plat. Legg. V, 731 a; προςεποιεῖτο φιλονεικεῖν πρὸς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Rep. I, 338 a; vgl. Gorg. 457 e; ohne πρός Prot. 360 d; περὶ ἀριστείων Legg. XI, 933 c; τούτου ἕνεκα πεφιλονείκηνται X, 907 e; πρὸς ἀλλήλους Lys. 3, 40; περί τινος, Isocr. 2, 25. 4, 85; Xen. Cyr. 1, 4,15 u. öfter; auch mit flgdm ὅπως, Mem. 2, 3,17; περί τινος Pol. 5, 93, 8.