[1300] φορμο-ραφέω, od. φορμοῤῥαφέω, Decken, Matten aus Binsen u. vgl. zusammenflicken oder flechten, Aesch. 3, 166, wo übertr. Ausdrücke zusammengestellt sind: ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν πόλιν, ἀνατετμήκασί τινες τὰ κλήματα τοῦ δήμου, φορμοῤῥαφούμεϑα ἐπὶ τὰ στενά.