[1310] φρουρέω, 1) intrans., Wache halten, als Besatzung dienen; ἐν τόπῳ Her. 2, 30; παρὰ λίμνην 4, 133; περὶ τόπον, von Schiffen, Thuc. 2, 80. 83; ὥςπερ ἰπίκουροι μισϑωτοὶ ἐν τῇ πόλει φαίνονται καϑῆσϑαι οὐδὲν ἄλλο ἢ φρουροῦντες Plat. Rep. IV, 420 a, u. A. öfter. – 2) trans., bewachen, beschützen; ἡ ϑάλασσα ὑπ' Ἀϑηναίων φρουρεομένη Her. 7, 203; φρουροῦσί με ἐν κύκλῳ Eur. Suppl. 115; ἀτερπῆ τήνδε φρουρήσεις πέτραν Aesch. Prom. 31; Eum. 978; u. pass., οἵων ὑπ' ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις Soph. O. C. 1017; φρουρήσουσ', ὅπως Αἴγισϑος ἡμᾶς μὴ λάϑῃ μολὼν ἔσω El. 1402; τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα Phil. 151, auf dein Auge, deinen Wink achten; χρέος, beobachten, besorgen, El. 74; φυλακαῖσι φρουρῶ σῶμ' Ὀδυσσέως τόδε Eur. Cycl. 686; ἱκεσίοισι σὺν κλάδοις φρουροῦσί μ' ἐν κύκλῳ Suppl. 103. – Med. sich hüten, in Acht nehmen, vor Einem, τινά, vor Etwas, τί, Eur. Andr. 1136 u. A. – Das fut. φρουρήσομαι in pass. Bdtg, Eur. Ion 603, der das act. auch in der Bdtg des med. braucht, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτά-νειν Suppl. 924.