[1314] φῡλετικός, dem φυλέτης gehörig, eigen, ihn betreffend; δικαστήρια, δίκαι, Plat. Legg. VI, 768 c XI, 915 c; φυλετικὴ ἐκκλησία, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; ψηφοφορία 9, 41.