[1339] χαρμονή, ἡ, = χαρμοσύνη, Freude, Lust, Wonne; Soph. Ai. 556; πῶς τέρψιν παλαιᾶς λάβω χαρμονᾶς Eur. Phoen. 321; u. plur., χαρμοναὶ δακρύων ἔδοσαν ἐκβολάς Herc. fur. 742, vgl. 384 Ion 1379; in Prosa einzeln, ὃν βίον ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν ἔφαμεν εἶναι Plat. Phil. 43 c, Xen. Cyr. 1, 4, 22.