[1366] χοροι-τυπία, ἡ, das Stampfen des Bodens im Tanzen, das Tanzen; Iliad. 24, 261 ψεῦσταί τ' ὀρχησταί τε, χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι; Strat. 92 (XII, 253).