[121] μελεδήμων, ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαϑέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαϑῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).