συμ-μετ-έχω

[981] συμ-μετ-έχω (s. ἔχω), mit Theil haben; συμμετασχόντες δορός, Eur. Suppl. 648, wie Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Bacch. 63; συμμέτεχε καὶ σύ, Plat. Theaet. 181 c; βουλόμενος συμμετασχεῖν τοῦ ἔργου, Xen. An. 7, 8, 17; τῆς μάχης, Plut. Pyrrh. 4; Luc. Charid. 7.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 981.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: