[100] ἄλκιμος, ον, das fem. Soph. ἁ Διὸς ἀλκίμα ϑεός Ai. 395 ch., stark, muthig, Hom. oft, Τρῶες Il. 11, 483, ἀνήρ 17, 177 u. sonst; ἄλκιμον ἦτορ Herzhaftigkeit 5, 529; Iliad. 15, 570 οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν, οὔτε ποσὶν ϑάσσων οὔτ' ἄλκιμος ὡς σὺ μάχεσϑαι; Od. 10, 553 οὔτε τι λίην ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς; Od. 22, 232 ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; auch von den Waffen, z. B. ἔγχος Iliad. 3, 338, δοῠρε 11, 43; – ἦτορ ἄλκιμον Pind. N. 8, 24; Διὸς ἄλκιμος υἱός Ol. 11, 46; vgl. Hes. Sc. 320 Th. 26; Soph. Tr. 952; Theocr. 25, 42; μάχη ἄλκιμος Eur. Heracl. 678; ἄλκιμοι ἐν μάχῃ, ἐν χοροῖς Ar. Vesp. 1080; λέοντες Philem. Stob. Floril. 2, 27. Auch in Prosa, Her. oft von Völkern, auch compar. ἀλκιμώτερος τῶν προγόνων 1, 103; ἄλκιμος τὰ πολέμια, zum Kriege tüchtig, streitbar, 3, 4; ϑηρία εἰς ἀλκὴν ἄλκιμα 3, 110; ἄλκιμοι πρὸς τοὺς ἐναντίους Xen. Cyr. 1, 4, 22, ἀλκιμωτέρους Mem. 3, 5, 3. Sprichwörtlich πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, von alter vergangener Herrlichkeit, Ar. Pl. 1002. 1075.