[667] δρήστειρα, ἡ, fem. zu δρηστήρ, Dienerin; Homer zweimal, Odyss. 10, 349. 19, 345 ἀμ φίπολοι – τέσσαρες, αἵ οἱ (γυνὴ – τάων αἵ τοι) δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν; – sp. D, wie Ap. Rh. 3, 700.