[1019] ἐργάθω u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαϑεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαϑεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάϑω.