[1151] ἡγητήρ, ῆρος, ὁ, = ἡγεμών, der Führer, Lenker; ἄϑικτος ἡγητῆρος Soph. O. C. 1517; sp. D., wie Opp. Hal. 5, 70. 99 Man. 2, 228.