[1185] θαμειός (ϑαμά), häufig, nahe an einander, dicht gedrängt, bei Hom. nur im tem. plur. nom. u. accus., αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο ϑαμειαί Il. 1, 52, ἐϑείρας ' αμειάς 9, 383; 22, 316; ϑαμειαὶ σφενδόναι Archil. 50; Nic. Al. 594 hat den compar. ϑαμειότερος. Bei Hesych. wird ϑαμύντεραι, πυκνότεραι erkl.