[1213] θοίνη, ἡ, auch ϑοῖνα (verwandt mit ϑάω, ϑήσασϑαι, vgl. auch coena, bei Ath. II, 40 c ὅτι διὰ ϑεοὺς οἰνοῠσϑαι δεῖν ὑπελάμβανον), der Schmaus, das Gastmahl; Hes. Sc. 114; αὐτὸς ἐν ϑοίνῃ παρών Aesch. frg. 264; ὁσίαις ϑοίναις βουφόνοις, vom Opferschmause, Prom. 528; πάντα Δελφῶν λαὸν εἰς ϑοίνην καλῶν Eur. Ion 1140; in Prosa, ὅταν πρὸς δαῖτα καὶ ἐπὶ ϑοίνην ἴωσιν Plat. Phaedr. 247 b; ἄκλητον ἐλϑόντα ἐπὶ τὴν ϑοίνην Conv. 174 c; Epicharm. bei Ath. II, 36 d ἐκ μὲν ϑυσίας ϑοίνη, ἐκ δὲ ϑοίνης πόσις ἐγένετο; Sp. Auch = Speise für Menschen u. Thiere, βρέφος πτανοῖς ἐξώρισεν ϑοίναν Eur. Ion 514; τράπεζαν παντοδαπῆς ϑοίνης πλήσασα[1213] Parthen. 12. Uebertr., ὅϑεν τοῖς νέοις ϑοίνην παρεσκευάκαμεν Plat. Soph. 251 b; Xen. Cyr. 4, 2, 39.