[1295] καινο-τομία, ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.