[1356] κατα-κρέμαμαι (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσϑῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana