[19] λατύσσω (vgl. λάταξ), klatschen, schlagen, Hesych. – Med., πέρδικες λατυσσόμενοι πτερύγεσσιν, Opp. Cyn. 2, 437, u. pass., ϑάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν, Hal. 1, 628.