[95] μαργοσύνη, ἡ, rasende Leidenschaft, bes. Geilheit, Schlemmerei, γαστρὶ χαριζόμενος πᾶσαν χάριν –, τῇ ϑ' ὑπὸ τὴν μιαρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ, Lucian. ep. 30 (IX, 367); An. Rh. 3, 796 u. öfter.