[159] μετ-έχω (s. ἔχω), Theil, Antheil haben an Etwas, theilhaftig sein, τινί τινος, mit Einem an Etwas, οὔ οἱ μετέχω ϑράσεος, Pind. P. 2, 83; ἄλγους μετέχουσαι, Aesch. Pers. 532; vollständig μεϑέξειν φιλτάτου τάφου μέρος, Ag. 493, vgl. Ch. 290; Ar. ὅπως ἂν ἴσον ἕκαστος ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ πλούτου μέρος, Plut. 226; καὶ σὺ τοῦδε τοῠ τάφου φήσεις μετασχεῖν, Soph. Ant. 531; auch ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων, El. 1159; c. accus., μηδὲ ἀκερδῆ χάριν μετάσχοιμί πως, O. C. 1480, wie Ar. οὐ γὰρ μετεῖχες τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί, Plut. 1144; οὐδὲν μετέχειν, Eur. Andr. 500; öfter in der gew. Construction, κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυςπραξίας, Mel. 1237; vollständig sagt auch Her. μοῖραν od. μέρος τινὸς μετέχειν, 1, 204. 4, 145, vgl. 7, 16, 3 (Men. fr. inc. 199); mit dem bloßen gen., 3, 80; absolut, 1, 143, μετέχει τῆς ἑορτῆς, Xen. An. 5, 3, 9; τέχνης, sie inne haben, Plat. Gorg. 448 c; ϑνητὸν ἀϑανασίας μετέχει, Couv. 208 b; μετέχει τῶν λόγων, er beschäftigt sich auch mit der Beredtsamkeit; ὥςτε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν τῷ βίῳ μετασχεῖν, Phaed. 114 c; εἴ τις μέλλει καὶ σμικρὸν ἀρετῆς μεϑέξειν, Legg. VII, 816 e; adj. verb. μεϑεκτέον, Rep. IV, 424 e, wie ἐκείνων τῶν νόμων μεϑεκτέον ἐστίν, Antiphan. bei Ath. IV, 143 a; – ἀρχῶν, an den Aemtern Theil haben, sie erlangen können, Xen. Cyr. 1, 2, 15; auch πλεῖστόν τι μέρος, 7, 5, 54; Sp., wie Pol., der auch τινὶ τῶν κινδύνων vrbdt, 3, 16, 3; ποίας μετέχει γνώμης, 7, 5, 5. – Sehr auffallend u. wahrscheinlich verderbt ist Thuc. 2, 16 τῇ οἰκήσει μετεῖχον.