[312] οἰστός, adj. verb. zu φέρω, zu tragen, erträglich; οἰστὸν ἂν ἦν, Thuc. 1, 122; οἰστὰ αὐτοῖς ἐφαίνετο, 7, 75; οἰστότερος, Hel. 2, 24.