[555] πένθος, τό (eigtl. = πάϑος, vgl. Her. 3, 14), Trauer, Kummer; Hom. u. Hes. oft; Τρῶας δὲ κατάκρηϑεν λάβε πένϑος ἄσχετον, Il. 16, 548; ἔνὶ φρεσὶ πένϑος ἔχειν, Od. 7, 218 u. öfter; τινός, um Einen, 24, 423; Leid, ἔτλαν πένϑος οὐ φατόν, Pind. I. 6, 37; ἐκ μεγάλων πενϑέων λυϑέντες, 7, 5, öfter; ἄστυ πένϑει δνοφερῷ κατέκρυψας, Aesch. Pers. 528; πολυδάκρυτα πένϑη, Ch. 330; ὅσον δ' ἀρεῖσϑε πένϑος, Soph. O. R. 1225; ἐν πένϑ ει εὶναι, trauern, El. 282. 836; auch von Menschen, wie vom Ajas gesagt wird νῠν φίλοις μέγα πένϑος εὕρηται, Ai. 608; πένϑος ἡμῖν ἐστι, Eur. Alc. 821, u. öfter; u. in Prosa: πένϑος μέγα προεϑήκαντο, Her. 6, 21; ποιεῖσϑαι, 2, 1; ἐν πένϑει ὄντα, Plat. Rep. X, 605 D; ἐν ξυμφοραῖς τε καὶ πἑνϑεσι, Rep. III, 395 d; Folgde; πένϑος ὀλιγοχρόνιον πεπενϑηκώς, Luc. Tyrannic.