προ-ομαλύνω

[737] προ-ομαλύνω, = προομαλίζω, προομαλύνοντες ὅτι λειότατον ἀπεργάζονται Plat. Tim. 50 e.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 737.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: