προ-χοή

[799] προ-χοή, , der Erguß, Ausfluß eines Stromes; [799] ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο, Il. 17, 263; ἐς ποταμοῠ προχοάς, Od. 5, 453; 11, 242. 20, 65; immer im plur., wie H. h. Apoll. 383 u. Pind. ἐν προχοαῖς λίμνης, P. 4, 20; Aesch. Suppl. 1005; Νείλου, Ar. Nub. 273; sp. D., wie Theocr. 4, 31; Antiphan. 7 (IX, 258); πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν, Ap. Rh. 1, 11, wo der Schol. erkl. οἱ τόποι, καϑ' οὓς οἱ ποταμοὶ συμβάλλονται τῇ ϑαλάσσῃ; – im sing. Hes. O. 759; – Νείλου πενταπόροις προχοαῖς, D. Per. 301.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 799-800.
Lizenz:
Faksimiles:
799 | 800
Kategorien: