συμ-πῑλητικός

[987] συμ-πῑλητικός, ή, όν, = συμπιλωτικός; τὸ ψυχρὸν συμπιλατικὸν πόρων ἐστί Tim. Locr. 100 c.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 987.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: