[1034] συν-τέμνω, ion. συντάμνω, Her. (s. τέμνω), zerschneiden, zerhauen, vertheilen; τινί, mit Einem, Plat. Soph. 227 d; zusammenschneiden, beschneiden, beschränken, [1034] verkürzen, τιμὰς σὺ μὴ σύντεμνε τὰς ἐμὰς λόγῳ Aesch. Eum. 218, u. συντἑμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς ϑαλάσσης, die Meeresgränze schränkt mein Reich ein, Suppl. 255, τὴν μισϑοφοράν, Thuc. 8, 45; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες εἰς ἔλασσον, 7, 36; εἰ ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται, 8, 86; χιτῶνας, Xen. Cyr. 8, 2, 5; τὰς δαπάνας, Hier. 4, 9; auch = hindern, hemmen, συντέμνουσι γὰρ ϑεῶν ποδώκεις τοὺς κακόφρονας βλάβαι Soph. Ant. 1090, Schol. συντόμως κατακόπτουσι καὶ βλάπτουσι, od. = sie holen die Frevler auf dem kürzesten Wege ein, wie Her. 7, 123, συντάμνειν ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραίην ἄκρην, wo man ὁδόν ergänzt, den kürzesten Weg einschlagen, wie wir sagen »grade derüber schneiden«; ὡς δὴ συντέμνω, sc. τὸν λόγον, damit ich's kurz sage, Eur. Troad. 441, wie ἵνα συντέμω Dem. 24, 14; vollständig, πάντα ταῦτα συντεμὼν φράσω, Eur. Hec. 1180; συντέμνω πολλοὺς λόγους ἐν βραχεῖ, Ar. Thesm. 178; σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει, Plat. Prot. 334 d; σύντεμνε, absolut, Mnesim. bei Ath. VIII, 359 c; ὡς συντέμνοντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen, auch συντεμόντι allein, Anaxilas bei Ath. XIII, 558 e (V. 31). – Her. sagt auch τοῦ χρόνου συν τάμνοντος, da die Zeit drängt, 5, 41.