[740] εἰς-άλλομαι (s. ἅλλομαι), hineinspringen; πυρὸς κρατῆρας εἰςήλατο, in den Krater, Ep. ad. (VII, 124); ἐς τὸ πῠρ Her. 2, 66; bei Hom, πύλας, τεῖχος εἰςᾶλτο, Il. 12, 466. 13, 679, εἰςήλατο τεῖχος 12, 438; dagegen anstürmen, πύργον Pind. Ol. 8, 38; εἰς τὰ τείχη εἰςήλατο Xen. Cyr. 7, 4, 4; Plut. Cleom. 21; ἐπὶ κρατί μοι πότμος δυςκόμιστος εἰςήλατο Soph. Ant. 1326, stürzte auf mich ein. Im aor. II., εἰς τὸν αὐχένα εἰςαλοίμην, Soph. frg. 695.