[753] πρός-βασις, ἡ, der Zugang, bes. das Emporsteigen, πρ. πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111; ὀρϑία οἴκων, Eur. El. 489; ἑπτὰ προςβάσεις πύργων, Phoen. 187; Thuc. 6, 96; Pol. 1, 55, 10 u. öfter; ἐξήτασε τὰς προςβάσεις καὶ ϑέσεις τῶν κλιμάκων, 7, 15, 10.